- υποδάκνω
- ΜΑδαγκώνω κρυφά, ύπουλα («φθεῑρες γεωργὸν ὑποδάκνουσαι», Αππ.)μσν.μέσ. ὑποδάκνομαιζηλεύω κάπως, νιώθω λίγη ζήλειααρχ.1. (για γεύση) είμαι κάπως δριμύς2. μτφ. είμαι δηκτικός, σαρκαστικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + δάκνω «δαγκώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.