υποδάκνω

υποδάκνω
ΜΑ
δαγκώνω κρυφά, ύπουλα («φθεῑρες γεωργὸν ὑποδάκνουσαι», Αππ.)
μσν.
μέσ. ὑποδάκνομαι
ζηλεύω κάπως, νιώθω λίγη ζήλεια
αρχ.
1. (για γεύση) είμαι κάπως δριμύς
2. μτφ. είμαι δηκτικός, σαρκαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + δάκνω «δαγκώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”